- ἡμιολίζω
- ἡμιολ-ίζω,A increase by one half,
χρέος Schwyzer 418.8
([place name] Elis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρέος Schwyzer 418.8
([place name] Elis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιολίζω — ἡμιολίζω (Α) [ημιόλιος] επιγρ. αυξάνω κατά το ήμισυ … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek